- Κορεάτης
- θηλ. Κορεάτισσαο κάτοικος τής Κορέας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ρι, Σίνκγμαν — (Χαεζού, Ουανγκχαέντο 1875 – Χονολουλού 1965). Κορεάτης πολιτικός. Το 1897 διορίστηκε μέλος του Ιδιαίτερου Συμβουλίου, αλλά τον ίδιο χρόνο έχασε τη θέση του και συνελήφθη, γιατί υποστήριξε μεταρρυθμίσεις που απέρριψε ο βασιλιάς. Στη φυλακή, όπου… … Dictionary of Greek